- καταμηνυτής
- ο, θηλ. καταμηνύτρια και καταμηνύτρα (Α καταμηνυτής)αυτός που καταμηνεύει, που καταγγέλλει κάποιον, κατήγορος, μηνυτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταμηνύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμηνυτικός — ή, ό [καταμηνυτής] 1. αυτός που αναφέρεται στην καταμήνυση 2. ο επιρρεπής στο να καταμηνύει … Dictionary of Greek